- επιμυθεύομαι
- ἐπιμυθεύομαι (Α)διαδίδομαι ως πλαστή διήγηση ἡ φήμη που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα («τά δ’ ἐπιμυθευόμενα πέπλασται μᾱλλον ὑπὸ τῶν γυναικῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθεύομαι «λέγομαι» (< μύθος)].
Dictionary of Greek. 2013.